- τυρφώδης
- -ες, Ν1. όμοιος με τύρφη2. αυτός που περιέχει τύρφη ή που αποτελείται από τύρφη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλεϋ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek